-
1 θυηλή
A part of a victim offered in burntsacrifice, usu. in pl.,ὁ δ' ἐν πυρὶ βάλλε θυηλάς Il.9.220
, cf. Philoch.172, Nic.Fr.62, Ath.13.566a: generally, sacrifice,ἄνευ θυηλῶν Ar.Av. 1520
;θυηλαὶ ἀναίμακτοι AP6.324.3
(Leon. Alex.); θυσίαι καὶ θ. D.S.3.62, Porph.Abst.2.59: metaph., θυηλὴ Ἄρεος an offering to Ares, i.e. the blood of the slain, S.El. 1423; ἄτης θυηλαί cj. Herm. for θύελλαι, A. Ag. 819; cf. θυάλημα, θύλημα.
См. также в других словарях:
θυηλή — θυηλή, ἡ (Α) 1. (ιδίως στον πληθ.) αἱ θυηλαί το καιόμενο μέρος τού θύματος («ὁ δ ἐν πυρί βάλλε θυηλάς», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «θυηλὴ Ἄρεος» η προσφορά στον Άρη, το αίμα τών σκοτωμένων 3. θυσία («θυηλαὶ ἀναίμακτοι», ΑΠ). [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματίστηκε κατά τα… … Dictionary of Greek